- ἐπιμηχάνησις
- ἐπι-μηχάνησις, ἡ, das künstliche Mittel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιμηχάνησις — ἐπιμηχάνησις, ἡ (Α) 1. δόλιο σχέδιο εναντίον κάποιου 2. φρ. «ἐξ ἐπιμηχανήσεως» επίτηδες, με κακό σκοπό … Dictionary of Greek
ἐπιμηχανήσεως — ἐπιμηχανήσεω̆ς , ἐπιμηχάνησις device fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)